πριμ

πριμ
το
(λ. γαλλ.), άκλ., η επιδότηση που δίνει το κράτος ή μια επιχείρηση στους εργαζόμενους που πετυχαίνουν υψηλή παραγωγικότητα· το κίνητρο, το δέλεαρ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πριμ — το, Ν άκλ. 1. πρόσθετη και έκτακτη αμοιβή για παραγωγικότητα πέρα από την κανονική 2. έκτακτο χρηματικό ποσό που χορηγείται σε αθλητή ή σε ομάδα αθλητών ως επιβράβευση τής επίδοσής τους 3. (στο χρηματιστήριο) τίμημα χρεωγράφου ή μετοχής που… …   Dictionary of Greek

  • Πριμ ι Πρατς, Χουάν — (Prim y Prats, 1814 – 1870). Ισπανός πολιτικός και στρατιωτικός. Γιος αξιωματικού του ισπανικού στρατού, κατετάγη και ο ίδιος στον στρατό σε ηλικία 19 χρόνων. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Καρλιστών και το 1843… …   Dictionary of Greek

  • Primicerius — The Latin term primicerius, hellenized as prim(m)ikērios (Greek: πριμ(μ)ικήριος), was a title applied in the later Roman Empire and the Byzantine Empire to the heads of administrative departments, and also used by the Church to denote the heads… …   Wikipedia

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • πριμοδοτώ — Ν επιχορηγώ γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι οικονομικοί στόχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριμ «έκτακτο χρηματικό ποσό» + δοτώ (< δότης < δότης), πρβλ. χρηματο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • Αμεδαίος — I (Amedeo). Όνομα Ιταλών ηγεμόνων του οίκου της Σαβοΐας (11ος 15ος αι.). 1. Α. A’(1000 – 1060). Κόμης της Σαβοΐας, γιος και διάδοχος του Ουμβέρτου του Λευκόχειρα, γενάρχη του οίκου, που πρώτος συγκρότησε το φέουδο –αργότερα κρατίδιο– της Σαβοΐας …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κοέλιο, Πάουλο — (Paulo Coelho, Ρίο ντε Τζανέιρο 1947 –). Βραζιλιάνος λογοτέχνης. Ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις 7 ετών, οπότε και κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έναν σχολικό διαγωνισμό ποίησης. Μολονότι υπέστη ισχυρές… …   Dictionary of Greek

  • Πέρεθ Γκαλντός, Μπενίτο — (Pιrez Galdos, Λας Πάλμας, Κανάρια 1843 – Μαδρίτη 1920). Ισπανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος της Ισπανίας του 19ου αι. Πήρε πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, πόλη όπου έζησε σχεδόν χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”